κατειλωτισμένος

κατειλωτισμένος
κατειλωτισμένος, ([etym.] Εἵλωτες)
A reduced to serfdom, Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατειλωτίζομαι — (Α) (κατά το λεξ. Σούδα (μόνο μτχ. η παθ. παρακμ.) «κατειλωτισμένος καταδεδουλωμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἰλωτίζομαι «αιχμαλωτίζομαι, δουλώνομαι» (< εἴλως, τος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”